ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Γονιμοποίηση - σύντηξη ωαρίου με το σπερματοζωάριο - σχηματισμός ζυγώτης και έναρξη σύνθεσης DNA.
Αυλάκωση (τέλος της 1ης εβδομάδας κύησης) – οι κυτταρικές μιτωτικές διαιρέσεις σχηματίζουν τη βλαστοκύστη – το εμβρυϊκό δίσκο με δύο στοιβάδες κυττάρων την επί- και την υποβλαστική. Από την πρώτη, την επιβλαστική στοιβάδα εκφύεται η φούσκα της μελλοντικής αμνιακής κοιλότητας μέσω της οποίας το έμβρυο είναι συνδεδεμένο με τον πλακούντα. Από την παρυφή της υποβλαστικής στοιβάδας περιμετρικά εκφύεται η φούσκα του λεκιθικού ασκού από την οποία θα εξελιχθεί η εμβρυϊκή αλλαντοΐδα. Ο εμβρυϊκός δίσκος παραμένει και βρίσκεται ανάμεσα στις δύο φούσκες.
Γαστριδίωση (2η εβδομάδα κύησης): προσδιορίζονται οι άξονες του εμβρυϊκού δίσκου. Τα κύτταρα του κεφαλικού άκρου του δισκίου διαφέρουν από τα κύτταρα της ουράς. Μακροσκοπικά διακρίνεται ο αρχέγονος άξονας της μέσης γραμμής μαζί με το αρχέγονο οζίδιο του Hensen. Από τη μέση γραμμή του εμβρύου και από το οζίδιο του Hensen τα επιβλαστικά κύτταρα βυθίζονται προς τα κύτταρα της υποβλαστικής στοιβάδας και δημιουργούν τη τρίτη στοιβάδα κυττάρων: τα πρώτα κύτταρα που βυθίστηκαν θα δώσουν την αρχή στη δημιουργία του εμβρυϊκού ενδοδέρματος, εκείνα που θα βυθιστούν αργότερα σχηματίζουν το μεσόδερμα.
Αυτή η καινούργια και πολύπλοκη στερεοδιάταξη των τριών στοιβάδων του εμβρύου φέρει το όνομα του γαστριδίου. Οι στοιβάδες ονομάζονται εξώδερμα, ενδόδερμα και μεσόδερμα. Εντός του εμβρύου σχηματίζεται το αρχέντερο – μια εσωτερική κοιλότητα η οποία έχει δικό της άνοιγμα στην επιφάνεια του γαστριδίου – τον βλαστοπόρο. Μελλοντικά, από το εξώδερμα προέρχεται το δέρμα και ο νευρικός ιστός του ανθρώπου. Το μεσόδερμα εξελίσσεται σε γεννητικά όργανα, τους νεφρούς, τους μύες και άλλα όργανα. Ενώ από το ενδόδερμα αναπτύσσεται το επιθήλιο που επιστρώνει το αναπνευστικό και το γαστρεντερικό συστήματα.
Νευριδίωση - η μετατροπή του γαστριδίου σε νευρίδιο. Ουσιαστικά είναι η έναρξη της οργανογένεσης και της δόμησης του οπίσθιου επιμήκη άξονα του εμβρύου. Συμβαίνει από την 18η μέχρι την 26η ημέρα της κύησης. Το μέχρι τότε γαστρίδιο – δίσκος κάμπτεται εις μήκος και λαμβάνει τη μορφή κυλίνδρου. Από εκείνη τη στιγμή το έμβρυο ονομάζεταινευρίδιο. Η νευριδίωση είναι και το αρχικό στάδιο του σχηματισμού του νευρικού συστήματος. Όπως φαίνεται στην (εικόνα 19.1Α) το εξώδερμα από το οποίο αναπτύσσεται το νευρικό σύστημα, την 18η ημέρα της κύησης έχει τη μορφή επίπεδης πλάκας. Γύρω της σταδιακά εγείρονται επάρματα τα οποία, μεγαλώνοντας συνεχώς, αναγκάζουν την νευρική πλάκα να καμφθεί και να γίνει αύλακα (20 ημέρα της κύησης).
Όταν τελικά τα επάρματα συναντηθούν στη κορυφή της νευρικής αύλακας και ενωθούν, θα δημιουργηθεί ο αρχέγονος νευρικός σωλήνας. Ο σωλήνας αυτός θα αποσπαστεί από την επιφανειακό εξώδερμα και θα βυθιστεί ενδότερα του εμβρύου. Ανάμεσα στο επιφανειακό εξώδερμα και τον νευρικό σωλήνα θα εισέλθουν και θα αναπτυχθούν οι μεσεγχυματικές δομές του μεσοδέρματος από τις οποίες θα αναπτυχθούν τα σπονδυλικά τόξα και οι εκτείνοντες μύες της ράχης (λαγονοπλευρικός, μήκιστος της ράχης και ο ακανθώδης).
Η σύγκλειση του νευρικού σωλήνα αρχίζει από τη μέση της αυχενικής μοίρας του εμβρύου και από εκεί διαδίδεται προς τα άνω και προς τα κάτω. Ενδέχεται η αρχική σύγκλειση να συμβαίνει ταυτόχρονα σε πολλά σημεία της νευρικής αύλακας. Σε κάθε περίπτωση τελευταίες κλείνουν οι άκρες του νευρικού σωλήνα - οι νευρικοί πόροι (εικόνα 19.3b). Ο κρανιακός πόρος κλίνει την 24 ημέρα της κύησης, ενώ ο ουραίος - την 26η ημέρα. Τη στιγμή της σύγκλεισης ο νευρικός πόρος της ουράς βρίσκεται στο επίπεδο του δεύτερου ιερού (Ι2 ) εμβρυϊκού σπονδύλου. Ο νευρικός σωλήνας που βρίσκονται κατώτερα, όπως και το και το τελικό νημάτιο του μελλοντικού νωτιαίου μυελού σχηματίζονται αργότερα με τη διαδικασία της δεύτερης εμβρυϊκής νευριδίωσης.
Η δεύτερη νευριδίωση είναι η δημιουργία ενός πρόσθετου νευρικού σωλήνα στη συνέχεια του πρώτου. Ο δεύτερος νευρικός σωλήνα προέρχεται από τα πολυδύναμα κύτταρα του όζου Hensen. Από τα κύτταρα του ιδίου όζου θα αναπτυχθούν οι μεσεγχυματικής προέλευσης δομές όπως το ιερό οστό και ο κόκκυγας. Ο δεύτερος νευρικός σωλήνας τελικά ενώνεται με τον πρώτο.
Η κλινική σημασία της μη σύγκλεισης του νωτιαίου σωλήνα.
Οι περισσότερες ανωμαλίες του νωτιαίου μυελού έχουν ως αίτιο τη παθολογική σύγκλιση του νευρικού σωλήνα που λαμβάνει χώρα την 3-4 εβδομάδες της εμβρυϊκής ζωής. Η φυσιολογική σύγκλειση μπορεί να σταματήσει σε διάφορα επίπεδα, στα επίπεδα των μηνίγγων, των σπονδύλων, των μυών αλλά και του δέρματος. Οι βαριές μορφές που εμπλέκουν όλες τα επίπεδα παρατηρούνται σε μία ανά τις χίλιες γεννήσεις. Οι συχνότητα διαφέρει από τη περιοχή σε περιοχή. Υπάρχουν ενδημικές περιοχές όπως η Βόρεια Κίνα όπου ο βαρύς δυσραφισμός παρατηρείται σε μία ανά εκατό γεννήσεις.
Ο δυσραφισμός ή δισχιδής ράχη είναι γενικοί όροι που υποδηλώνουν την μη φυσιολογική ανάπτυξη των σπονδυλικών πετάλων και μπορεί να μην επηρεάζουν τον υποκείμενο νευρικό ιστό. Υπάρχουν δύο είδη δισχιδούς ράχης η λανθάνουσα και η κυστική.
Η λανθάνουσα δισχιδής ράχη.
Είναι η ακτινολογικά απεικονιζόμενη μη σύγκλειση των σπονδυλικών πετάλων, κεκαλυμμένη από της επικείμενες δομές και το δέρμα και που συνήθως δεν εμπλέκει νευρικές δομές και δεν προκαλεί νευρολογικού τύπου απώλειες (εικόνα 19,15Α). Συνήθως επηρεάζει τη περιοχή μεταξύ των O4-I1 σπονδύλων και μπορεί να έχει τούφα τριχών στο δέρμα εκείνης της περιοχής. Η λανθάνουσα δισχιδής ράχη παρατηρείται στο 10% του φυσιολογικού πληθυσμού.
Η κυστική δισχιδής ράχη.
Είναι η βαριά ανωμαλία της σύγκλεισης του νευρικού σωλήνα όπου ο νευρικός ιστός μαζί ή χωρίς τις μήνιγγες του νωτιαίου μυελού προπίπτει με μορφή κύστης ή κήλης διαμέσου των ανοιχτών σπονδυλικών πετάλων και του δέρματος (εικόνα 19,5). Οι περισσότερες τέτοιες κήλες παρατηρούνται στην οσφυϊκή και την ιερά χώρα. Οι περισσότερες προκαλούν σοβαρές απώλειες στη λειτουργία του νευρικού συστήματος και του νωτιαίου μυελού, αλλά συνήθως δεν επηρεάζουν το νοητικό επίπεδο του ασθενή.Οι κήλες που περιέχουν μόνο τις μήνιγγες του νωτιαίου μυελού ονομάζονται μηνιγγοκήλες (εικόνα 19,15Β). Όπου ο νευρικός ιστός συμπεριλαμβάνεται στον σάκο της κήλης η ονομασία αλλάζει σε μυελομηνιγγοκήλη (εικόνες 19,15C και 19,16Α).
Η αδυναμία της έγερσης των επαρμάτων γύρω από την εμβρυϊκή νευρική πλάκα οδηγεί στην παραμονή της και μετά τη γέννηση, κατάσταση γνωστή ως μυελόσχιση ή ραχίσχιση (εικόνα 19,15D και Ε και 19,16Β). Η υδροκεφαλία αναπτύσσεται σχεδόν σε όλα τα περιστατικά κυστικής δισχιδούς ράχης επειδή ο νωτιαίος μυελός είναι καθηλωμένος στα οστά της σπονδυλικής στήλής, όσο η σπονδυλική στήλή επιμηκύνεται, το καθηλωμένο μέρος του νωτιαίο μυελού ελκύει την παρεγκεφαλίδα εντός του μεγάλου τρήματος του ινιακού οστού εμποδίζοντας έτσι την ροή του εγκεφαλονωτιαίου υγρού.
Η κυστική μορφή της δισχιδούς ράχης δύναται να διαγνωστεί προγεννητικά με το υπερηχογράφημα και με τον προσδιορισμό στον ορό και το αμνιακό της μητέρας της α-εμβρυϊκής σφαιρίνης. Την 12η εβδομάδα της κύησης μπορούν να φανούν οι σπόνδυλοι, μάλλον δυνατή είναι και η υπερηχογραφική απεικόνιση της μη σύγκλεισης και των σπονδυλικών πετάλων.
Μια καινούργια θεραπεία τις βαριάς δισχιδούς ράχης είναι η ενδομήτρια επέμβαση κατά την 28η εβδομάδα της κύησης μέσω της Καισαρικής Τομής. Μετά την χειρουργική επανόρθωση της βλάβης, το έμβρυο τοποθετείται εντός της μήτρας η οποία συρράπτεται. Η επέμβαση αυτή μειώνει την συχνότητα του υδροκέφαλου, βελτιώνει την πιθανότητα της φυσιολογικής σωματικής κίνησης του παιδιού και την ανάπτυξη των κάτω άκρων. Είναι ακόμη αμφίβολο αν η προγεννητική επέμβαση βελτιώνει τη λειτουργία του εντέρου και της ουροδόχου κύστης σε αυτά τα παιδιά.
Η υπερθερμία, το βαλπροϊκό οξύ, και η υπερβιταμίνωση Α αυξάνουν τη πιθανότητα της γέννησης παιδιού με δισχιδή ράχη. Ενώ τα αίτια της δισχιδούς ράχης είναι πολυπαραγοντικά, είναι πιθανότερο ότι σε μια οικογένεια στην οποία ήδη υπάρχει ένα άτομο με δισχιδή ράχη να γεννηθεί παιδί με όμοια ανωμαλία.
Τελευταία, αυξανόμενα αποδεικνύεται ότι η ημερήσια χορήγηση 400μg φολικού οξέων, 2 μήνες πριν τη σύλληψη και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μειώνει κατά 70% τη πιθανότητα γέννησης παιδιού με δισχιδή ράχη.
Νωτιαίος μυελός. Όλο το πάχος του τοιχώματος του πρόσφατα κλεισμένου νευρικού σωλήνα αρχικά αποτελείται από νευροεπιθηλιακά κύτταρα (pseudostratified επιθήλιο, εικόνα 19,6). Διαιρούμενα συνεχώς με μιτώσεις διαφοροποιούνται σε:
- επένδυματου νευρικού σωλήνα αποτελούμενο από νευροεπιθηλιακά κύτταρα συνδεδεμένα μεταξύ τους με ειδικούς συνδέσμους (Junctional complexes).
- κύτταρα του μελλοντικούμανδύα (εικόνα 19,8) του νωτιαίου μυελού. Ο μανδύας του νωτιαίου μυελού είναι η φαιά του ουσία. Τα κύτταρά του βρίσκονται στη περιφέρεια του επενδύματος, έχουν μεγάλους στρογγυλούς πυρήνες με θολό περιεχόμενο και ονομάζονται αρχέγονα νευρικά κύτταρα ή νευροβλάστες (εικόνα 19,7).
- κύτταρα οριακής (marginal) στοιβάδας. Είναι οι αποφυάδες των κυττάρων του μανδύα. Με τη μελλοντική μυελίνωση των ινών τους, αυτές οι αποφύσεις λαμβάνουν λευκή χροιά και αποτελούν τη λευκή ουσία του νωτιαίου μυελού (εικόνα 19,8).
Οι νευροβλάστες του μανδύα συνεχώς πολλαπλασιάζονται. Στην πρόσθια (κοιλιακή) όψη του κεντρικού σωλήνα, αμφοτερόπλευρα της μέσης γραμμής σχηματίζουν το ζεύγος κινητικών κεράτων (basal plate) του νωτιαίου μυελού. Αντίστοιχά, από την ραχιαία όψη του κεντρικού σωλήνα, αμφοτερόπλευρα της μέσης γραμμής, σχηματίζεται το ζεύγος οπισθίων, αισθητικών κεράτων (alar plate) (εικόνα 19,8Α). Μεταξύ των κεράτων στη μέση γραμμή, κοιλιακά, βρίσκεται το εδαφιαίο πέταλο και ραχιαία - το οροφιαίο πέταλο. Εντός των πετάλων αυτών πορεύονται οι νευρικές ίνες που συνδέουν τα τη μία μεριά του νωτιαίου μυελού με την άλλη (εικόνα 19,8Α). Μεταξύ των ζευγών των κεράτων, στις πλάγιες όψεις του νωτιαίου μυελού διακρίνεται η διαχωριστική αύλακα (sulcus limitans). Τα ενδιάμεσα κέρατα με τους νευρώνες του συμπαθητικού, αυτόνομου νευρικού συστήματος υπάρχουν μόνο στα επίπεδα Τ1-Τ12, Ο2-Ο3 (εικόνα 19,8Β).
Ιστολογική διαφοροποίηση των νευρικών κυττάρων.
Νευρικά κύτταρα. Οι νευροβλάστες αρχικά έχουν μια προσωρινή απόφυση η οποία μετέπειτα, όταν σχηματίζεται ο μανδύας, εξαφανίζεται. Προσωρινά, οι νευροβλάστες έχουν στρογγυλό σχήμα χωρίς πόλους (εικόνα 19,9 Α). Σταδιακά, αποκτούν δύο προσεκβολές στους πόλους εμφανίζονται ως διπολικά (εικόνα 19,9Β). Η μία από τις προσεκβολές επιμηκύνεται και σχηματίζει τον αρχέγονο άξονα του νευρικού κυττάρου. Η άλλη προσεκβολή διακλαδίζεται σε πολλούς άξονες σχηματίζοντας τους αρχέγονους δενδρίτες (εικόνα 19,9C). Με τέτοια μορφή και σχήμα το νευρικό κύτταρο ονομάζεται πολυπολική νευροβλάστη. Η πολυπολική νευροβλάστη χάνει την ικανότητα της διαίρεσης.
Οι άξονες των νευρώνων του προσθίου κινητικού κέρατος (basal plate) διασπούν την οριακή (marginal) στοιβάδα του νωτιαίου μυελού και εμφανίζονται στην πρόσθια (κοιλιακή) επιφάνεια του νωτιαίου μυελού, γνωστοί ως κοιλιακή κινητική ρίζα του νωτιαίου νεύρου. Τα νεύρα αυτής της ρίζας μεταφέρουν τις νευρικές ώσεις από τον νωτιαίο μυελό προς τους μύες (εικόνα 19,10).
Οι άξονες των νευρώνων των ραχιαίων αισθητικών κεράτων (alar plate) διεισδύουν στην οριακή στοιβάδα (marginal layer) του νωτιαίου μυελού, διακλαδίζονται εκεί, ανεβαίνουν και κατεβαίνουν στα κατώτερα ή στα ανώτερα νευροτόμια. Ονομάζονται συνδετικοί νευρώνες (association neurons).
Η γλοία. Τα κύτταρα του στρώματος του νευρικού ιστού ονομάζονται γλοιοβλάστες. Προέρχονται από τα νευροεπιθηλιακά κύτταρα, αλλά αργότερα, όταν ολοκληρωθεί ο σχηματισμός των νευροβλαστών. Οι γλοιοβλάστες μεταναστεύουν από την νευροεπιθηλιακή στοιβάδα του επενδύματος προς τον μανδύα και την οριακή στοιβάδα. Εντός του μανδύα οι γλοιοβλάστες διαφοροποιούνται σε πρωτοπλασμικά αστροκύτταρα και ινικά αστροκύτταρα (εικόνα 19,11).
Τα κύτταρα της ολιγοδενδρογλοίας πιθανώς προέρχονται από τους γλοιοβλάστες, περιβάλλουν τους ανιόντες και κατιόντες άξονες της οριακής (marginal) στοιβάδας και παρέχουν τη κάλυψη της μυέλινης εντός του νωτιαίου μυελού.
Στο δεύτερο μισό της ενδομήτριας ανάπτυξης εμφανίζεται ο τρίτος τύπος των κυττάρων του νευρικού στρώματος - τα κύτταρα της μικρογλοίας. Είναι μεσεγχυματικής προέλευσης και έχουν έντονες φαγοκυτταρικές ικανότητες (εικόνα 19,11).
Τέλος, όταν τα νευροεπιθηλιακά κύτταρα πάψουν να διαφοροποιούνται σε νευροβλάστες και γλοιοβλάστες, μετατρέπονται σε κύτταρα του επενδύματος τα οποία επιστρώνουν το κεντρικό νευρικό σωλήνα του νωτιαίου μυελού.
Τα κύτταρα της νευρικής παρυφής.
Στα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης, κατά την άνωση της νευρικής πλάκας, αμφοτερόπλευρα στη παρυφή των νευρικών πτυχών εμφανίζονται τα κύτταρα της νευρικής παρυφής (εικόνα 19,2). Έχουν εξωδερμική προέλευση και εκτείνονται κατά μήκος ολόκληρου του νευρικού σωλήνα. Στη συνέχεια μεταναστεύουν πλάγια (laterally) και σχηματίζουν τα νευρικά γάγγλια (γάγγλια των οπισθίων ριζών) και άλλα κύτταρα (εικόνα 19,2). Στη συνέχεια οι νευροβλάστες των αισθητικών γαγγλίων σχηματίζουν δύο αποφύσεις (εικόνα 19,10Α), η κεντρομόλα απόφυση εισέρχεται στον νωτιαίο μυελό από πίσω. Εντός αυτού τερματίζει στα ραχιαία, αισθητικά κέρατα ή πορεύονται προς τα ανώτερα εγκεφαλικά κέντρα εντός του οριακής στοιβάδας (marginal layer). Τα δεμάτια αυτών των κεντρομόλων αποφύσεων είναι γνωστά ως ραχιαίες αισθητικές ρίζες του νωτιαίου νεύρου (εικόνα 19,10Β). Οι φυγόκεντρες αποφύσεις των γαγγλιακών νευρώνων ενώνονται σε ενιαία δέσμη με τις πρόσθιες κινητικές ρίζες και σχηματίζουν τον κορμό του νωτιαίου νεύρου (εικόνα 19,10Β). Ο τελικός προορισμός των αισθητηρίων αποφύσεων είναι στα αισθητήρια όργανα.
Από τα ίδια κύτταρα της παρυφής της νευρικής πλάκας προέρχονται επίσης
- οι νευροβλάστες του συμπαθητικού αυτόνομου νευρικού συστήματος
- τα κύτταρα του Schwann
- Pigment κύτταρα- μελανοκύτταρα
- οδοντοβλάστες
- οι μήνιγγες
- και το μεσέγχυμα των αψίδων του φάρυγγα.
Νωτιαίο νεύρο.
Την 4η εβδομάδα της κύησης γίνεται φανερό πως οι αποφυάδες των κινητικών νεύρων εκφύονται από τα πρόσθια κέρατα (basal plate) του νωτιαίου μυελού. Συσσωρεύονται σε δεμάτια και σχηματίζουν την κοιλιακή νευρική ρίζα (εικόνα 19,10). Οι ραχιαίες νευρικές ρίζες αποτελούνται από τις αποφύσεις των νευρικών κυττάρων βρισκόμενων στα νωτιαία γάγγλια. Οι κεντρικές, κεντρομόλες αποφύσεις αυτών των κυττάρων εισέρχονται εντός του νωτιαίου μυελού στη περιοχή ακριβώς απέναντι στα ραχιαία κέρατα του νωτιαίου μυελού. Η περιφερικές αποφύσεις αυτών των νεύρων ενώνονται με την κοιλιακή νευρική ρίζα και σχηματίζουν το νωτιαίο νεύρο (εικόνα 19,10). Σχεδόν αμέσως μετά την ένωση των δύο ριζών το νωτιαίο νεύρο χωρίζεται ξανά σε ραχιαίο και κοιλιακό κλάδους. Οι ραχιαίοι κλάδοι νευρώνουν το μυϊκό σύστημα της σπονδυλικής στυλής, τις αρθρώσεις μεταξύ των σπονδύλων και το δέρμα της ράχης. Οι κοιλιακοί κλάδοι νευρώνουν τα άκρα, το τοίχωμα της κοιλίας και σχηματίζουν τα μεγάλα νευρικά πλέγματα όπως το βραχιόνιο και το οσφυϊερό.
Μυελίνωση.
Τα κύτταρα του Schwann προέρχονται από την παρυφή της εμβρυϊκής νευρικής πλάκας. Από την αρχική τους θέση γέννησης, μεταναστεύουν στη περιφέρεια κατά μήκος των περιφερικών νεύρων. Με τα σώματά τους περιτυλίγουν πολλαπλώς τα περιφερικά νεύρα δημιουργώντας τις λεγόμενες νευρείλημματικές θήκες μυελίνης (neurilemma sheath, εικόνα 19.12). Από τις αρχές του τέταρτου εμβρυϊκού μήνα πολλά από τα περιφερικά νεύρα ήδη έχουν τη λευκή τους χροιά (εικόνα 19,12C) οφειλόμενη στα κύτταρα του Schwann.
Οι θήκες μυέλινης που καλύπτουν τα νεύρα που βρίσκονται εντός του νωτιαίου μυελού έχουν εντελώς διαφορετική προέλευση. Όπως προαναφέρεται, προέρχονται από τα κύτταρα της ολογοδενδρογλοίας (εικόνα 19,12 B,C). Τα νεύρα εντός του νωτιαίου μυελού αποκτούν τη μυέλινη τους επίσης, τον τέταρτο εμβρυϊκό μήνα. Ωστόσο, κάποια από αυτά, που κατεβαίνουν από τον εγκέφαλο προς τον νωτιαίο μυελό, μένουν χωρίς μυέλινη μέχρι και τον πρώτο χρόνο εξωμήτριας ζωής.
Αλλαγή θέσης του νωτιαίου μυελού.
Ο ουραίος πόρος του αρχέγονου νευρικού σωλήνα κλείνει την 26η ημέρα της εμβρυϊκής ζωής. Τη στιγμή της σύγκλεισης βρίσκεται στο επίπεδο του δεύτερου ιερού (Ι2 ) εμβρυϊκού σπονδύλου. Ο νευρικός σωλήνας που βρίσκονται κατώτερα, όπως και το και το τελικό νημάτιο του μελλοντικού νωτιαίου μυελού σχηματίζονται αργότερα με τη διαδικασία της δεύτερης εμβρυϊκής νευριδίωσης (βλέπε ίδιο άρθρο πιο πάνω).
Τη 45η ημέρα της κύησης η ουρά του νευρικού σωλήνα βρίσκεται ακόμη στο επίπεδο του κόκκυγα. Η άνοδος του μυελικού κώνου συμπεριλαμβάνει δύο μηχανισμούς. Μεταξύ της 45ης και της 54ης ημέρας εμβρυϊκής ζωής η ουρά του νευρικού σωλήνα αντί να αναπτύσσεται και να διαφοροποιείται όπως ο υπόλοιπος νευρικός σωλήνας, μικραίνει σε διάμετρο. Ο μανδύας της δεν αναπτύσσεται όπως στον υπόλοιπο νευρικό σωλήνα και η οριακή (marginal) στοιβάδα είναι πολύ λεπτή. Γενικά όλη η ουρά του νωτιαίου μυελού γίνεται πιο λεπτή και ινώδης.
Την 54η ημέρα της εμβρυϊκής ζωής ο νωτιαίος μυελός ακόμη εκτείνεται σε όλο το μήκος του εμβρύου. Τα νευροτόμια και οι σπόνδυλοι βρίσκονται σε πλήρη αντιστοιχία των επιπέδων τους. Η πορεία των νωτιαίων νεύρων επομένως, είναι οριζόντια, από το σημείο της έκφυσης αυτών από νωτιαίο μυελό μέχρι τα μεσοσπονδύλια τρήματα των οποίων διέρχονται (εικόνα 19,3Α).
Μετά την 54η ημέρα, η σπονδυλική στυλή και η σκληρά μήνιγγα επιμηκύνονται με ταχύτερο ρυθμό από τον ρυθμό αύξησης του νευρικού σωλήνα. Ενώ η σκληρά μήνιγγα παραμένει κολλημένη στην σπονδυλική στυλή στο επίπεδο του κόκκυγα, η ουρά του νωτιαίου μυελού, δηλαδή ο μυελικός κώνος αλλάζει θέση εντός της σπονδυλικής στυλής και σταδιακά ανεβαίνει. Μεταξύ της 8ης και της 25ης εβδομάδων κύησης ο ρυθμός της ανόδου του μυελικού κώνου είναι ταχύτερος, επιβραδύνεται σημαντικά μόνο κατά το τέλος της κύησης. Ως αποτέλεσμα, η τελική, κάτω άκρη του νωτιαίου μυελού σταδιακά ανεβαίνει στο επίπεδο του τρίτου οσφυϊκού (Ο3) σπονδύλου όπου και βρίσκεται κατά τη γέννηση του παιδιού (εικόνα 19,3C). Τα επίπεδα των νευροτομίων παύουν να αντιστοιχούν στα επίπεδα των σπονδύλων. Η πορεία των νωτιαίων νεύρων από οριζόντια γίνεται λοξή, από το επίπεδο του νευροτομίου της έκφυσης του νεύρου προς το αρχικό μεσοσπονδύλιο τρήμα, βρισκόμενο τώρα κατώτερα από την αρχική του θέση.
Σε ηλικία μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μηνών εξωμήτριας ζωής του παιδιού ο μυελικός κώνος πρέπει να βρίσκεται μεταξύ των Ο1-Ο2 σπονδυλικών σωμάτων η ακόμη πιο πάνω. Η κατώτερη θέση του μυελικού κώνου συνιστά τη διάγνωση καθήλωσης του τελικού νηματίου.
Στους ενήλικες:
- το επίπεδο της άκρης του μυελικού κώνου βρίσκεται ανάμεσα στους Ο2-Ο3σπονδύλους
- ο σάκος της σκληρής μήνιγγας και ο υπαραχνοειδής χώρος εκτείνονται μέχρι τον Ι2σπόνδυλο
- κατώτερα του επιπέδου μεταξύ των Ο2-Ο3σπονδύλων και μέχρι τον πρώτο κοκκυγικό σπόνδυλο εκτείνεται η νηματοειδής προέκταση της χοριοειδούς μήνιγγας - το τελικό νημάτιο του νωτιαίου μυελού.
Η θέση και η έκτασή του τελικού νηματίου δείχνουν τη πορεία της υποχώρησης του νωτιαίου μυελού από τον κόκκυγα όπου εμβρυϊκά βρισκόταν η κατώτερη άκρη του, στο Ο2-Ο3 επίπεδο όπου βρίσκεται στους ενήλικες.
Τα νεύρα πορευόμενα στα μεσοσπονδύλια τρήματα κατώτερα του σπονδυλικού επιπέδου Ο2-Ο3 αποτελούν την ιππουρίδα του νωτιαίου μυελού.
Οι μήνιγγες.
Η
χοριοειδής μήνιγγα βρίσκεται σε άμεση επαφή με τον εγκέφαλο, παρακολουθεί όλες τις αναγλυφές και τις αύλακές του και περιέχει τις αρτηρίες που τρέφουν τον εγκέφαλο. Η χοριοειδής μήνιγγα παρουσιάζει προσεκβολές με αγγεία, που εισχωρούν μέσα στις κοιλίες του εγκεφάλου και που λέγονται χοριοειδή πλέγματα, και όπου παράγεται το
εγκεφαλονωτιαίο υγρό.
Η αραχνοειδής μήνιγγα περιβάλλει τον εγκέφαλο, αμέσως προς τα έξω από τη χοριοειδή μήνιγγα, χωρίς να παρακολουθεί τις αναγλυφές (έλικες και αύλακες) του εγκεφάλου. Έτσι ανάμεσα στη χοριοειδή και την αραχνοειδή μήνιγγα σχηματίζεται σχισμοειδής χώρος, που λέγεται υπαραχνοειδής χώρος. Ο χώρος αυτός περιέχει εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Το εγκεφαλονωτιαίο υγρό στον υπαραχνοειδή χώρο προέρχεται από τις κοιλίες του εγκεφάλου μέσω των τμημάτων της οροφής της 4ης κοιλίας. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο εγκέφαλος περιβαλλόμενος από εγκεφαλονωτιαίο υγρό προστατεύεται από αυτό (γιατί στα υγρά δεν είναι συμπιεστά) από διαταραχές που θα μπορούσε να πάθει ο εγκέφαλος στις απότομες μεταβολές της κινήσεως του κεφαλιού. Σε ορισμένα σημεία ο υπαραχνοειδής χώρος διευρύνεται και περιβάλλει τις λεγόμενες δεξαμενές. Οι δεξαμενές αποτελούν ανατομικούς χώρους συγκέντρωσης του ΕΝΥ και βρίσκονται κυρίως παρεγκεφαλιδικά με μεγαλύτερη την Παρεγκεφαλιονωτιαία δεξαμενή.
H
σκληρή μήνιγγα βρίσκεται προς το έξω μέρος της αραχνοειδούς και σε απόλυτη επαφή με την εσωτερική επιφάνεια του κρανίου. Η σκληρή μήνιγγα αποτελείται από δύο πέταλα (μεμβράνες) που συμφύονται μεταξύ τους πλην των φλεβωδών χώρων όπου αφορίζονται για να περιβάλλουν φλέβες του εγκεφάλου για την παροχέτευση του εγκεφαλικού αίματος. Ο χώρος κάτω από την σκληρή μήνιγγα έως την επόμενη μήνιγγα την αραχνοειδή ονομάζεται υποσκληρίδιος. Η σκληρή μήνιγγα πήρε το όνομα της επειδή είναι η πιο σκληρή από τις μήνιγγες. Σε ορισμένες περιοχές της σκληρής μήνιγγας σχηματίζονται σωληνωτές διαμορφώσεις που λέγονται φλεβώδεις κόλποι της σκληρής μήνιγγας. Με τους
φλεβώδεις κόλπους που επικοινωνούν μεταξύ τους και που διά του
σιγμοειδούς κόλπου καταλήγουν στην έσω σφαγίτιδα φλέβα γίνεται η αποχέτευση του φλεβικού αίματος του εγκεφάλου. Τέλος, μεταξύ της σκληρής και της αραχνοειδούς μήνιγγας δημιουργείται άλλος
σχισμοειδής χώρος που καλείται υποσκληρίδιος και περιέχει λίγο λεμφικό υγρό. Η σκληρή μήνιγγα προβάλλει εντός της κρανιακής κοιλότητας σε δύο σημεία, μία στο δρέπανο του εγκεφάλου και μία στο σκηνίδιο της παρεγκεφαλίδας.
Νωτιαίες μήνιγγες από την επιφάνεια προς το βάθος:
Η σκληρά
Η αραχνοειδής
Η χοριοειδής
Νωτιαίοι χώροι από την επιφάνεια προς το βάθος:
Επισκληρίδιος – μεταξύ οστών και της σκληρής μήνιγγας
Υποσκληρίδιος – μεταξύ σκληρής μήνιγγας και της αραχνοειδούς μήνιγγας
Υπαραχνοειδής - μεταξύ αραχνοειδούς μήνιγγας και χοριοειδούς μήνιγγας (περιέχει το ΕΝΥ)
Κλινική σημασία των νωτιαίων μηνίγγων και χωρών.
Η επισκληρίδια περιοχική αναισθησία γίνεται με την παρακέντηση του επισκληρίδιου χώρου στο οποίο εγχέεται το τοπικό αναισθητικό. Η βελόνα περνάει ανάμεσα στις ακανθώδεις αποφύσεις των σπονδύλων, διαμέσου του επακάνθιου, μεσακάνθιου και ωχρού συνδέσμων της σπονδυλικής στυλής.
Η ενδοραχιαία περιοχική αναισθησία έχει την ίδια ανατομική προσπέλαση, αλλά έχει σκοπό την έγχυση του τοπικού αναισθητικού στον υποσκληρίδιο χώρο.
Η παρακέντηση του νωτιαίου μυελού με σκοπό τη λήψη του ΕΝΥ γίνεται στα επίπεδα κατώτερα της κατώτερης άκρης του νωτιαίου μυελού (Ο2-Ο3).
ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ
Στο ανθρώπινο έμβρυο υπάρχουν τρεις γενιές εκκριτικών οργάνων οι οποίες διαδέχονται η μία την άλλη χρονικά, είναι: ο πρόνεφρος, ο μεσόνεφρος και ο μετάνεφρος.
Πρόνεφρος
Είναι η απλούστερη μορφή εκκριτικού οργάνου και υπάρχει στα έμβρυα όλων των ζώων. Σε μερικά είδη ψαριών είναι το μόνιμο εκκριτικό όργανο.
Είναι ένα σύστημα μικροσκοπικών εκκριτικών σωληναρίων - των πρωτονεφριδίων και των δύο αποχετευτικών, προνεφρικών πόρων. Το σύστημα είναι διπλό τα δύο του σκέλη βρίσκονται αμφοτερόπλευρα της μέσης γραμμής το κάθε ένα.
Τα πρωτονεφρίδια έχουν τη μορφή της χοάνης με το φαρδύ της άκρο να ανοίγει προς τα παρακείμενα αγγειακά σπειράματα ενώ το άλλο άκρο της εκβάλλει στον αποχετευτικό - προνεφρικό πόρο.
Οι προνεφρικοί πόροι επίσης είναι δύο και εκτείνονται κατά μήκος του σώματος αμφοτερόπλευρα της μέσης γραμμής. Σε μερικά κατώτερα σπονδυλωτά ζώα οι προνεφρικοί πόροι ενώνονται με τον πεπτικό σωλήνα, σχηματίζουν την αμάρα (κλοάκη) και εκβάλλουν στην επιφάνεια με ένα ενιαίο στόμιο. Κάποια άλλα ζώα έχουν ξεχωριστά στόμια για την αποβολή των ούρων και ξεχωριστά για την αποβολή των κοπράνων.
Ο πρόνεφρος στον άνθρωπο προέρχεται από τα νεφροτόμια της κατώτερης αυχενικής και ανώτερης θωρακικής μοίρας του ενδιάμεσου μεσοδέρματος. Τα ελάχιστα (πέντε με οκτώ) πρωτονεφρίδια εμφανίζονται άνευ των παρακείμενων αγγειακών σπειραμάτων για μόλις 40 ή 50 ώρες κατά τη διάρκεια της τρίτης εβδομάδας της κύησης. Μέχρι το τέλος της 4ης εβδομάδας ο πρόνεφρος εκφυλίζεται πλήρως, αφήνοντας μόνο το κατώτερο άκρο του αποχετευτικού του πόρου ο οποίος θα χρησιμοποιηθεί από το επόμενο εκκριτικό εμβρυϊκό σύστημα - από τον μεσόνεφρο.
Σχηματική παράσταση των εκκρικτικών συστημάτων του ανθρώπινου εμβρύου στην 5η εβδομάδα κύησης
Μεσόνεφρος
Είναι λίγο πιο περίπλοκο όργανο. Μόνο σε μερικά είδη ψαριών ο μεσόνεφρος παραμένει ως μόνιμο εκκριτικό όργανο. Στα ανώτερα σπονδυλωτά ζώα αναπτύσσεται και λειτουργεί μόνο στην εμβρυϊκή περίοδο.
Ο ανθρώπινος μεσόνεφρος είναι γνωστός ως το εμβρυϊκό σώμα του Wolf. Αναπτύσσεται από τα νεφροτόμια της θωρακικής και οσφυϊκής μοίρας του ενδιάμεσου μεσοδέρματος στα τέλη της τρίτης εβδομάδας της κύησης. Βρίσκεται αμφοτερόπλευρα της μέσης γραμμής, κατώτερα του πρόνεφρου και αποτελείται από τα 25 ή 30 ηπίως εσπειραμένα μικροσκοπικά σωληνάρια συνδεδεμένα με τους δύο αποχετευτικούς πόρους.
Η λειτουργική μονάδα του μεσόνεφρου λέγεται μεσονεφρίδιο. Το ελεύθερο άκρο του αρχικά έχει σχήμα αχλαδιού με ένα εντύπωμα στη περιφέρεια. Σταδιακά, υπό τη πίεση του αναπτυσσόμενου παρακείμενα αγγειακού σπειράματος το εντύπωμα λαμβάνει τη μορφή της δίτοιχης κούπας και θυμίζει έντονα τη κάψα του Bowman του μεταγενέστερου νεφρού. Το άλλο άκρο του μεσονεφριδίου εκβάλλει στον αποχετευτικό πόρο που απέμεινε από το πρόνεφρο και ο οποίος ονομάζεται πόρος του Wolf.
Μακροσκοπικά, ο μεσόνεφρος πληροί την ουρογεννητική πτυχή του οπίσθιου τοιχώματος της σωματικής κοιλότητας του εμβρύου. Η ανάπτυξη του μεσόνεφρου είναι δυναμική: τη χρονική περίοδο όταν τα ανώτερα μεσονεφρίδια εκφυλίζονται, τα κατώτερα σωληνάρια μόλις αρχίζουν να εμφανίζονται.
Σχήμα εγκάριας τομής εμβρύου 25 ημερών. Μεσονεφρικά σωληνάρια & μεσονεφρικός πόρος

Στα μέσα του δευτέρου εμβρυϊκού μηνός, ο μεσόνεφρος αναγνωρίζεται ως μία ωοειδή δομή που προβάλλει εκατέρωθεν της μέσης γραμμής από του οπίσθιου κοιλιακού τοιχώματος και έχει ένα ευρύ μίσχο (εικόνα 1.2). Περί τα τέλη του δευτέρου εμβρυϊκού μηνός η πλειονότητα των μεσονεφριδίων εξαφανίζεται.
Στα άρρενα έμβρυα από τις εμβρυϊκές δομές του μεσόνεφρου αναπτύσσονται τα απαγωγά σωληνάρια του όρχεως, οι επιδιδυμίδες, οι σπερματικοί πόροι, οι σπερματοδόχες κύστεις και οι εκσπερματιστικοί πόροι.
Στις γυναίκες ο μεσόνεφρος εκφυλίζεται σχεδόν πλήρως. Τα υπολείμματά του είναι γνωστά ως τα εξαρτήματα των ωοθηκών, το επωοφόρο, και το παρωοφόρο.
Στα έμβρυα και των δύο φύλων οι μεσονεφρικοί πόροι επάγουν τη διαφοροποίηση του παρακειμένου κοιλωματικού επιθηλίου σε παραμεσονεφρικούς πόρους του Muller.
Οι πόροι του Muller πορεύονται επί τα εκτός και παράλληλα με τους πόρους του Wolf. Οι άνω άκρη του Μιλλέριου πόρου ανοίγει ελεύθερα εντός της κοιλότητας του εμβρύου. Οι κάτω άκρες των δύο πόρων συνδέονται μεταξύ τους σχηματίζοντας το ουρογεννητικό κόλπωμα. Από τους πόρους του Muller στα θήλεα προέρχονται οι σάλπιγγες, η μήτρα και τα ανώτερα τμήματα του κόλπου. Στα άρρενα οι πόροι του Muller εκφυλίζονται εκτός από τα εξαρτήματα των όρχεων (βλ. παρακάτω).
Ουρά εμβρύου 4ης εβδομάδας κύησης. Τοπογραφική θέση μεσόνεφρου. Βέλη - κατεύθυνση μετανάστευσης των αρχέγονων γεννητικών κυτταρων

Μετάνεφρος
Ο μετάνεφρος είναι ένα διπλό όργανο πού αναπτύσσεται στο έμβρυο αργότερα. Δημιουργείται από την αλληλεπίδραση του νεφρικού βλαστήματος – ειδικού νεφρογόνου ιστού και του ουρητηρικού κολπώματος, στοιχείου προερχόμενου από τον μεσονεφρικό πόρο του Wolf. Στα ανώτερα σπονδυλωτά λειτουργεί ως τελικό ουροποιητικό όργανο.
Γεννητικά όργανα
Οι ανθρώπινοι γεννητικοί αδένες αναπτύσσονται από τα κύτταρα του οπίσθιου σωματικού τοιχώματος του εμβρύου. Ο μεσονεφρικός πόρος στα άρρενα και o παραμεσονεφρικός πόρος στα θήλεα διατηρούν τον αυλό τους για να μεταφέρουν μελλοντικά το σπέρμα και τα ωάρια αντίστοιχα. Οι γεννητικοί αδένες στον άνθρωπο μεταναστεύουν από την αρχική τους θέση, κατεβαίνουν από την μεσότητα του εμβρύου προς τα κάτω. Οι ωοθήκες παραμένουν στην ελάσσονα πύελο, ενώ οι όρχεις βγαίνουν από την περιτοναϊκή κοιλότητα και εντοπίζονται στο όσχεο.
Ανάπτυξη του νεφρού
Την 3η εβδομάδα ζωής του ανθρώπινου εμβρύου δημιουργείται η τρίτη στιβάδα του εμβρυϊκού δίσκου: το μεσόδερμα. Έως τότε το έμβρυο είχε δύο στιβάδες: το εξώδερμα και το ενδόδερμα. Τα κύτταρα του εξωδέρματος μεταναστεύουν προς το ενδόδερμα και δημιουργούν τη λεγόμενη αρχέγονη γραμμή. Η γραμμή αυτή κείται κατά μήκος του σώματος εμβρύου, και καθώς τα κύτταρα της άνω άκρης της πολλαπλασιάζονται με ρυθμό ταχύτερο από τα υπόλοιπα, δημιουργείται ο λεγόμενος αρχέγονος κόμβος (του Γκένζεν). Έτσι δημιουργείται η υποθετική μέση γραμμή και το έμβρυο, υποθετικά, διαιρείται στο αριστερό και το δεξιό ημιμόριο και ο αρχέγονος κόμβος ορίζει το κεφαλικό άκρο του εμβρύου.
Το μεσόδερμα επεκτείνεται με την επιβλάστηση - κίνηση των κυττάρων της μέσης γραμμής προς τα δεξιά και αριστερά και πέρα των ορίων του εμβρυϊκού δίσκου. Έτσι το μεσόδερμα διαιρείται σε ραχιαίο, που κείται στα πλαίσια του εμβρυϊκού δίσκου(ενδοδισκικό), και σε κοιλιακό, που εξέχει του δίσκου στα πλάγια (έξωδισκικό). Στα τέλη της 3ης εβδομάδας το έμβρυο προχωρεί πέρα από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των σπονδυλωτών και αναγνωρίζεται σαν θηλαστικό.
Στο τέλος της τρίτης εβδομάδος το ραχιαίο ή το ενδοδισκικό μεσόδερμα διαφοροποιείται και διαιρείται σε σωμίτες(σωματικά ζεύγη ιστού κατά μήκος της νωτιαίας χορδής).Τα περιγράμματα των σωμιτών είναι φανερά όταν κανείς εξετάζει το αποβληθέν στο τέλος της τρίτης εβδομάδας έμβρυο (εικόνα1). Το κοιλιακό ή το έξωδισκικό μεσόδερμα δεν διαιρείται όπως το ραχιαίο, αλλά παρουσιάζει δύο πλάγια πέταλα αμφοτερόπλευρα του αρχέγονου εντέρου οριοθετώντας την σωματική κοιλότητα του εμβρύου (σχήμα1). Τα δύο πέταλα του κοιλιακού μεσοδέρματος η σπλαγχνοπλεύρη και η σωματοπλεύρη, μελλοντικά θα δώσουν το επιθήλιο των ορογόνων και τον υποβλεννογόνο χιτώνα των οργάνων της περιτοναϊκής κοιλότητας (ο βλεννογόνος και οι αδένες του εντέρου είναι παράγωγα του ενδοδέρματος). Από τη ραχιαία μοίρα του μεσοδέρματος δηλαδή από τους σωμίτες θα δημιουργηθούν: τα σκληροτόμια για να γίνουν οστά και χόνδροι του σκελετικού συστήματος, τα μυοτόμια που θα μετατραπούν σε γραμμωτούς μύες ,και τα δερμοτόμια που θα δώσουν τη βάση του συνδετικού ιστού του δέρματος (το υπόλοιπο δέρμα εξελίσσεται από το εξώδερμα).
Τα νεφροτόμια είναι παράγωγα του ενδιάμεσου μεσοδέρματος. Είναι κυτταρικά πέταλα που συνδέουν τους σωμίτες με τα μεσοδερμικά φίλα (έξωδισκικο μεσόδερμα) που οριοθετούν τη σωματική κοιλότητα του εμβρύου (εικόνα 1.1).
Ο μετάνεφρος αποτελεί το τρίτο κατά σειρά ουροποιητικό όργανο. Έχει την ίδια εμβρυϊκή ανάπτυξη και εξέλιξη τόσο στα άρρενα όσο και στα θήλεα έμβρυα. Εμφανίζεται την πέμπτη εμβρυϊκή εβδομάδα και βρίσκεται ουραίος από το εκφυλισμένο μεσόνεφρο, στην περιοχή της πυέλου. Ο μετάνεφρος προέρχεται από δύο διαφορετικά στοιχεία: το μετανεφρικό μεσόδερμα (μετανεφρογόνο βλάστημα), από όπου θα σχηματισθούν οι εκκριτικές μονάδες, και το μετανεφρικό εκκόλπωμα ή ουρητηρική καταβολή, από όπου θα αναπτυχθεί το απεκκριτικό (αποχετευτικό )σύστημα του τελικού νεφρού: τα αθροιστικά σωληνάρια, οι κάλυκες, η νεφρική πύελος και ο ουρητήρας.
Ανάπτυξη απεκκριτικού συστήματος
Η ουρητηρική καταβολή αναπτύσσεται πολύ πιο πριν αρχίσουν να διαφοροποιούνται τα μετανεφρικά σωληνάρια και εμφανίζεται σαν σωληνοειδές εκκόλπωμα στο ουραίο άκρο του μεσονεφρικού πόρου (του Wolf) κοντά στην εκβολή του από την αμάρα (εικόνα1.4). Καθώς η ουρητηρική καταβολή επιμηκύνεται σε κεφαλοραχιαία κατεύθυνση διεισδύει στο μετανεφρικό βλάστημα, το οποίο σαν αγκύλη περιβάλλει το τελικό διευρυμένο τυφλό τμήμα της ουρητηρικής καταβολής. Το διευρυμένο αυτό άκρο της σχηματίζει τη νεφρική πύελο, η οποία χωρίζεται στη συνέχεια στους μείζονες κάλυκες (εικόνα 1.6). Κάθε κάλυκας διαιρείται περαιτέρω σε δύο μέρη ενώ διεισδύει στον μετανεφρογόνο ιστό. Αυτή η διαίρεση συνεχίζεται μέχρι και δώδεκα ή περισσότερες γενεές αθροιστικών σωληναρίων. Οι πρώτες 2-4 γενεές σωληναρίων διευρυνόμενες και ενσωματούμενες, σχηματίζουν τους ελάσσονες κάλυκες, ενώ στην περιφέρεια σχηματίζονται νέα αθροιστικά-τοξοειδή σωληνάρια μέχρι το τέλος του πέμπτου εμβρυϊκού μηνός. Έτσι τελικά η ουρητηρική καταβολή δίνει γέννηση στον ουρητήρα, τη νεφρική πύελο, του μείζονες και ελάσσονες κάλυκες και σε ένα έως τρία εκατομμύρια αθροιστικά σωληνάρια.
Ανάπτυξη εκκριτικού συστήματος
Τα μετανεφρικά σωληνάρια αναπτύσσονται από τα μεσοδερμικά κύτταρα του μετάνεφρου που περιβάλλουν τις τελικές τυφλές απολήξεις των τελευταίων γενεών αθροιστικών σωληναρίων-των τοξοειδών σωληναρίων- κατά τον ίδιο περίπου τρόπο, όπως και τα μεσονεφρικά.. Υπό την επίδραση της επαγωγικής δράσης των αθροιστικών σωληναρίων, τα κύτταρα του μετανεφρογόνου βλαστήματος σχηματίζουν τα νεφρικά σωληνάρια που καταλήγουν τυφλά και στα δύο άκρα. Φαίνεται πως ο μετανεφρικός ιστός διαφοροποιείται παράλληλα με τις τελικές διαιρέσεις των νέων αθροιστικών σωληναρίων (5η εβδομάδα)έτσι ώστε κάθε τελικό τοξοειδές αθροιστικό σωληνάριο να έχει το δικό του νεφρικό κυστίδιο, που θα σχηματίσει το νεφρικό σωληνάριο. Σε κάθε νεφρικό σωληνάριο, το εγγύς άκρο διευρύνεται και εσωστρέφεται, καθώς δέχεται το αγγειώδες σπείραμα του νεφρώνα , σχηματίζοντας την κάψα του Bowman (εικόνα 1.7), ενώ το άλλο άκρο ενώνεται με ένα παρακείμενο τοξοειδές αθροιστικό σωληνάριο, αποκτώντας την ελεύθερη δίοδο από το εκκριτικό σωληνάριο στο αθροιστικό σωληνάριο και από εκεί στο υπόλοιπο τμήμα της αποχετευτικής οδού του ουροποιητικού συστήματος. Η πλήρης ανάπτυξη των νεφρικών αγγειακών σπειραμάτων θα ολοκληρωθεί την 36 εβδομάδα κυήσεως ή όταν το έμβρυο θα ζυγίζει 2500kg.
Αλλαγή θέσεων των νεφρών
Ο μετάνεφρος αρχικά αποτελεί ενδοπυελικό όργανο. Βρίσκεται στο επίπεδο της κατώτερης οσφυϊκής ( 28ος σωμίτης- 4οοσφυϊκό σπόνδυλο) μοίρας και η αιμάτωση του γίνεται από τη πυελική συνέχεια της κοιλιακής αορτής - τη μέση ιερή αρτηρία. Σταδιακά καθώς το έμβρυο αναπτύσσεται ουραίως, οι μόνιμη νεφροί αλλάζουν θέση μετακινούμενοι κρανιακώς στο οπίσθιο κοιλιακό τοίχωμα και φτάνουν στο επίπεδο του 12ο Θωρακικού- 1ο οσφυϊκού σπονδύλου. Κατά την πρόωρη περίοδο της ανόδου (από την 7η μέχρι την 9η εβδομάδα) ο νεφρός ολισθαίνει πάνω από τον διχασμό της αορτής και στρέφεται κατά 90° και η κυρτή του επιφάνεια προσανατολίζεται οριστικά πλαγίως και όχι οπισθίως που ήταν πριν. Αυτή η λεγόμενη άνοδος των νεφρών είναι αποτέλεσμα της μείωσης της κάμψης του εμβρύου, καθώς και της αύξησης του σώματος στην οσφυϊκή περιοχή( ουραία αύξηση της σπονδυλικής στήλης). Οι ουρητήρες επιμηκύνονται, καθώς η άνοδος συνεχίζεται, ενώ η αιμάτωση γίνεται από νέους κλάδους της κοιλιακής αορτής σε διαδοχικώς υψηλότερα επίπεδα, οι κατώτεροι κλάδοι συνήθως εκφυλίζονται. Λόγω αυτής της εμβρυϊκής εξέλιξης μπορεί να έχουμε αγγειακές παραλλαγές με δύο ή τρεις υπεράριθμες νεφρικές αρτηρίες. Οι νεφροί φθάνουν τελικά στην οριστική θέση τους στο ύψος του 2ουοσφυϊκού σπονδύλου (εικόνα 1.8). Ο δεξιός νεφρός βρίσκεται λίγο χαμηλότερα , λόγω του μεγέθους του δεξιού λοβού του ήπατος.
Η παραγωγή των ούρων αρχίζει πολύ νωρίς στην εμβρυϊκή ζωή. Τα πρώτα ούρα φαίνεται να αποβάλλονται στην αμνιακή κοιλότητα στις 8η -11η εβδομάδες κυήσεως. Από υπερηχογραφικές μετρήσεις γνωρίζουμε ότι υπάρχει σταθερή αύξηση της παραγωγής τους με τη πρόοδο της κυήσεως, ενώ στο τελευταίο ήμισυ της κυήσεως τα ούρα αποτελούν την κύρια πηγή του αμνιακού υγρού.
Τις τελευταίες εβδομάδες του 2
ου μηνός οι μεταβολές της ανάπτυξης προχωρούν πέρα από εκείνες που χαρακτηρίζουν τα πρωτεύοντα θηλαστικά, προς κατάσταση ευδιάκριτα ανθρώπινη. Και στη διάρκεια του 3 μηνός το νεαρό έμβρυο μοιάζει σαφώς με ανθρώπινο πλάσμα.
Σχηματισμός της ουροδόχου κύστης
4η εμβρυϊκή εβδομάδα της κύησης ο εμβρυϊκός δίσκος κάμπτεται σε όλο το μήκος του και λαμβάνει κυλινδρικό σχήμα. Στη συνέχεια, η ταχεία αύξηση του μήκους και ο πολλαπλασιασμός των κυττάρων της ραχιαίας επιφάνειας κυρτώνει το σώμα του εμβρύου, ώσπου ο κύλινδρος λαμβάνει το σχήμα του λατινικού γράμματος «C», με τη κεφαλή και την ουρά να βρίσκονται κοντά η μία στην άλλη. Το ενδόδερμα, που επιστρώνει τον κύλινδρο από τα εντός, ως αποτέλεσμα της κάμψης, ενσωματώνει το ραχιαίο μέρος του λεκιθικού ασκού, σχηματίζοντας εντός του εμβρύου τον πρωτογενή πεπτικό σωλήνα.
Η αμάρα & ο υμήν της
Το μέρος του πεπτικού σωλήνα από τη μέση του εμβρύου και κάτω λέγεται οπίσθιο έντερο. Το κατώτερο μέρος του οπίσθιου εντέρου είναι φαρδύ και λέγεται αμάρα (cloaca). Την 4η εβδομάδα της κύησης (μήκος εμβρύου 4χιλ) η αμάρα, εκτός του ότι είναι μέρος του εντέρου λειτουργεί ως κοινός θάλαμος διότι δέχεται στο οπίσθιο τοίχωμά της τους πόρους του Wolf (μεσονεφρικοί πόροι) που εκείνη τη περίοδο λειτουργούν προσωρινά ως ουροποιητικό σύστημα του εμβρύου. Το μελλοντικό, οριστικό ουροποιητικό σύστημα εκείνη τη περίοδο αντιπροσωπεύεται από το ζεύγος σωληνοειδών εκκολπωμάτων των μεσονεφρικών πόρων. Υπό αυτή την έννοια, εκβάλλουν στην αμάρα μέσω των πόρων του Wolf.Η αμάρα εκβάλλει στο πρόσθιο τοίχωμα της εμβρυϊκής κοιλίας, πληροί τον χώρο μεταξύ του ομφαλού και της ουράς του εμβρύου (proctodeum). Το στόμιο της αμάρας καλύπτεται από τον αμαρικό υμένα. Ο αμαρικός υμένας έχει δύο στρώματα, το εσωτερικό που επιστρώνει τη κοιλότητά της και έχει ενδοδερμική προέλευση και το εξωτερικό που καλύπτει τη κοιλία του εμβρύου και προέρχεται από το εξώδερμα. Μεταξύ των δύο στρωμάτων δεν υπάρχει μεσοδερμική στοιβάδα.
Η διαίρεση της αμάρας.
Μεταξύ της 4ης και της 7ης εβδομάδων της κύησης η αμάρα διαιρείται. Την 4η εβδομάδα (μήκος εμβρύου 4χιλ), στο κεφαλικό άκρο της αμάρας, στο σημείο όπου σε αυτήν εισέρχεται το οπίσθιο έντερο, δημιουργούνται δύο μεσεγχυματικές πτυχές με δρεπανοειδές σχήμα. Οι πτυχές αυτές ενώνονται σε ένα ενιαίο ουροορθικό διάφραγμα, το οποίο εισχωρεί ανάμεσα στην αλλαντοΐδα και το έντερο και χωρίζει την ενιαία κοιλότητα της αμάρας σε δύο χώρους: τον πρόσθιο – τον αρχέγονο ουρογεννητικό κόλπο και τον οπίσθιο – τον ορθοπρωκτικό σωλήνα.
Η ενσωμάτωση ουρητήρων και των μεσονεφρικών πόρων.
Ταυτόχρονα με την εισχώρηση του ουροορθικού διαφράγματος στην αμάρα (4/40), τα κατώτερα τμήματα των μεσονεφρικών πόρων, εκείνα που περιέχουν τις ουρητηρικές καταβολές, ακολουθούν τη πορεία του ουροορθικού διαφράγματος και ενσωματώνονται στο οπισθοπλάγιο τοίχωμα του ουρογεννητικού κόλπου που μόλις προέκυψε από τη διαίρεση της αμάρας.
Οι ουρητηρικές καταβολές, έχοντας αποκτήσει ξεχωριστά στόμια στο τοίχωμα του ουρογεννητικού κόλπου επιμηκύνονται σε κεφαλοραχιαία κατεύθυνση και διεισδύουν στο μετανεφρικό βλάστημα. Την 5η εβδομάδα της κύησης είναι ήδη σχηματισμένη η πυελοουρητηρική συμβολή, οι ουρητηρικές καταβολές διακλαδίζονται εντός του μετανφρικού βλαστήματος και έτσι κάνει την εμφάνισή του ο οριστικός νεφρός, ο οποίος τοπογραφικά βρίσκεται χαμηλά στην πύελο, κατώτερα (ουραίως) του εκφυλισμένου μεσόνεφρου.
Τα πρώτα ούρα, παραγόμενα από τον οριστικό νεφρό φαίνεται να αποβάλλονται στην αμνιακή κοιλότητα μεταξύ της 8ηςκαι της 11ης εβδομάδων κύησης. Από τα προγεννητικά υπερηχογραφήματα γνωρίζουμε ότι υπάρχει σταθερή αύξηση της παραγωγής τους με τη πρόοδο της κυήσεως, ενώ στο τελευταίο ήμισυ της κυήσεως τα ούρα αποτελούν την κύρια πηγή του αμνιακού υγρού.
Η διαίρεση του αμαρικού υμένα.
Τη περίοδο όταν το ουροορθικό διάφραγμα εισχωρεί στην αμάρα, μεγαλώνει το υπομφάλιο μέρος του προσθίου κοιλιακού τοιχώματος του εμβρύου και υποστρέφεται η ουρά του. Ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, ο αμαρικός υμένας γίνεται λεπτός, μεγαλώνει η επιφάνειά του και αλλάζει ο προσανατολισμός του: μετατοπίζεται από το πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα στον πυθμένα του εμβρύου.
Την 7/40 (μήκος εμβρύου17χιλ), το ουροορθικό διάφραγμα φτάνει και αγγίζει τον αμαρικό υμένα από μέσα, στην εσωτερική – ενδοδερμική του επιφάνεια. Στο σημείο της επαφής δημιουργείται το αρχέγονο περίνεο, το οποίο διαιρεί τον αμαρικό υμένα σε πρόσθιο - ουρογεννητικό και οπίσθιο – πρωκτικό (εικόνα1.9β,γ). Ακολουθεί η ρήξη των υμένων, ο ουρογεννητικός ρήγνυται την 6η ή την 7η εβδομάδα, ενώ ο πρωκτικός την 9η. Από εκείνη τη περίοδο και μετά, στην ουρά του εμβρύου υπάρχουν δύο ξεχωριστές οπές: η ουρογεννητική και ο πρωκτός.
Σχηματισμός της ουροδόχου κύστης και της ουρήθρας

Ο ουρογεννητικός κόλπος.
Ο ουρογεννητικός κόλπος στην αρχή της κύησης αποτελεί τη συνέχεια της αλλαντοΐδας. Την 7η εβδομάδα της κύησης (μήκος εμβρύου 15 -17χιλ) έχει χωρίσει πλήρως από το οπίσθιο έντερο, έχει ξεχωριστό δικό του στόμιο στον πυθμένα του εμβρύου και έχει δυο μοίρες, την ανώτερη (κοιλιακή), από την οποία θα αναπτυχθεί η μελλοντική ουροδόχος κύστη και την κατώτερη (πυελική ή ουρηθρική ή φαλλική), από την οποία αναπτύσσεται η προστατική και η υμενώδης ουρήθρα των αρρένων και το κατώτερο 1/5 του κολεού, ολόκληρη η ουρήθρα μαζί με το αιδοίο - στα θήλεα. (εικόνα1.9γ,δ). Στο οπισθοπλάγιο τοίχωμα της κατώτερης μοίρας του ουρογεννητικού κόλπου, από την 7η εβδομάδα της κύσησης, υπάρχουν τέσσερα ξεχωριστά στόμια: δύο μεσονεφρικών πόρων (μελλοντικοί εκσπερματιστικοί πόροι) και δύο των ουρητηρικών καταβολών (μελλοντικοί ουρητήρες). Οι δε ουρητήρες την 7/40 δεν έχουν αυλό – είναι συμπαγείς.
Το κυστικό τρίγωνο
Μέχρι την 8η εβδομάδα της κύησης, με την άνοδο των νεφρών, τα στόμια των ουρητήρων θα μεταναστεύσουν ανώτερα – στην ουροδόχο κύστη όπου θα απομακρυνθούν το ένα από το άλλο και θα αποκτήσουν αυλό. Τα δε στόμια των μεσονεφρικών πόρων, με την εισχώρηση του ουροορθικού διαφράγματος, θα κατέβουν κάτω από τον αυχένα της κύστης, στην προστατική ουρήθρα όπου συγκλείνουν προς τη μέση γραμμή και εκβάλλουν εκατέρωθεν του σπερματικού Μυλλερίου εντυπώματος – μελλοντικού σπερματικού λοφιδίου. Η περιοχή οριοθετημένη από τα ουρητηρικά στόμια στην κοιλιακή μοίρα του ουρογεννητικού κόλπου και τα στόμια των μεσονεφρικών πόρων στην ουρηθρική του μοίρα ορίζεται ως το αρχέγονο κυστικό τρίγωνο.
Ιστολογική διάσταση
Η ενσωμάτωση των μεσοδερμικής προέλευσης μεσονεφρικών πόρων στο τοίχωμα του ουρογεννητικού κόλπου, ο οποίος έχει ενδοδερμική προέλευση έχει ως αποτέλεσμα η περιοχή του τριγώνου της ουροδόχου κύστης να διαφέρει ιστολογικά. Προσωρινά, κατά τη διάρκεια της εμβρυϊκής ζωής το τρίγωνο είναι μεσοδερμικής προέλευσης, αργότερα επιστρώνεται από το ενδοδερμικό βλεννογόνο.
Ο ουραχός.
Στα αρχικά στάδια της κύησης ο ουρογεννητικός κόλπος αποτελεί τη συνέχεια της αλλαντοΐδας. Ο αυλός της συνήθως κλείνει στο επίπεδο του ομφαλού την 15η εβδομάδα της κύησης. Από τότε η αλλαντοΐδα ονομάζεται ουραχός και εμφανίζεται ως μια παχιά ινώδη πτυχή στη μέση γραμμή της εσωτερικής επιφάνειας του προσθίου υπογαστρικού τοιχώματος. Ο ουραχός συνδέει το δώμα της ουροδόχου κύστης με τον ομφαλό, εξ ου και η εναλλακτική του ονομασία - μέσος ομφαλοκυστικός σύνδεσμος.
Μυϊκή επένδυση του ουρογεννητικού κόλπου.
Κατά τη διάρκεια του 3 εμβρυϊκού μηνός ο ουρογεννητικός κόλπος ουσιαστικά είναι ένας επιθηλιακός σάκος. Η κοιλιακή του μοίρα διατείνεται και μεγαλώνει υπό την πίεση των εισερχομένων σε αυτή ούρων. Μέχρι τη 12ηεβδομάδα της κύησης το σπλαγχνικό μεσόδερμα που περιβάλλει τον ουρογεννητικό κόλπο θα διαφοροποιηθεί σε λείους μύες και ο ουρογεννητικός κόλπος θα αποκτήσει όλες τις τρείς μυϊκές στοιβάδες του.
Η κάθοδος της ουροδόχου κύστης.
Τη 18η εβδομάδα της κύησης η ουροδόχος κύστη αρχίζει την κάθοδό της. Καθώς κατεβαίνει ελκύει τη φραγμένη αλλαντοΐδα - ουραχό. Κατά την 20η εβδομάδα της κύησης η ουροδόχος κύστη και ο ουραχός αποκτούν τη τελική τους θέση και μορφή.
Ανάπτυξη της ουρήθρας και των έξω γεννητικών οργάνων.
Στις αρχές τις 4ης εβδομάδας της κύησης, ως αποτέλεσμα της πρόσφατης κάμψης του εμβρυϊκού δίσκου ο αμαρικός υμένας θα βρεθεί να πληροί την περιοχή ανάμεσα στον ομφαλό και την ουρά του εμβρύου. Εκεί το μεσόδερμα έχει τη μορφή πτυχών που περιβάλλουν τον αμαρικό υμένα, ο οποίος αποτελείται μόνο από τα δύο πέταλα – το ενδόδερμα και το εκτόδερμα. Στη κρανιακή άκρη του αμαρικού υμένα οι πτυχές επαίρονται σε γεννητικό φύμα.
Την 7η εβδομάδα της κύησης (μήκος εμβρύου 17χιλ), με τον σχηματισμό του αρχέγονου περινέου και με τη διαίρεση του αμαρικού υμένα, οι μέχρι τότε ενιαίες αμαρικές πτυχές χωρίζονται σε εκείνες που περιβάλλουν το στόμιο του ουρογεννητικού κόλπου και σε εκείνες που περιβάλλουν τον πρωκτό (εικόνα 1.15 Ανδρουλακάκης).
Σύντομα αργότερα, ένα πρόσθετο ζεύγος πτυχών προβάλλει πλάι στις ουρογεννητικές. Στα άρρενα από αυτές τις πτυχές θα σχηματιστεί το όσχεο, στα θήλεα - τα μεγάλα χείλη του αιδοίου. Το γεννητικό φύμα στα άρρενα θα εξελιχθεί σε πέος, ενώ στα θήλεα σε κλειτορίδα.
Μέχρις αυτού του σημείου (7/40), τα έξω γεννητικά όργανα είναι ακριβώς τα ίδια και στα δύο φύλα. Η φυλετική διαφοροποίηση αρχίζει την 8η εβδομάδα της κύησης.
Αν και η ανάπτυξη της ουρήθρας διαφέρει στα δύο φύλα, η εμβρυϊκή της προέλευση είναι κοινή. Ολόκληρη η γυναικεία ουρήθρα, το κατώτερο 1/5 του κολεού και το αιδοίο προέρχονται από την κατώτερη (πυελική ή ουρηθρική) μοίρα του ουρογεννητικού κόλπου. Από το ίδιο μέρος του ουρογεννητικού κόλπου προέρχεται η προστατική μαζί με την υμενώδη μοίρα της ανδρικής ουρήθρας (εικόνα1.9γ,δ).
Έξω γεννητικά όργανα του άρρενος.
Η αρρενοποιητική απόκριση των ευαίσθητων στα ανδρογόνα κυττάρων της περιοχής εξασφαλίζεται με την εμφάνιση της 5α αναγωγάσης, ενζύμου που ανάγει τη μικρή ποσότητα της τεστοστερόνης που μόλις άρχισε να παράγει ο εμβρυϊκός όρχις σε 5α διϋδροτεστοστερόνη, η οποία έχει 50 φορές ισχυρότερη επίδραση στα κύτταρα στόχους.
Οπίσθια ουρήθρα.
Η εκβολή του ουρογεννητικού κόλπου έμπροσθεν του αρχέγονου περινέου και η ρήξη του ουρογεννητικού υμένα την 6η – 7η εβδομάδα της κύησης, η επακόλουθη ανάπτυξη του προστάτη (βλ. παρακάτω) μαζί με την μυϊκή επένδυση της περιοχής ουσιαστικά ολοκληρώνουν τον σχηματισμό της οπίσθιας ουρήθρας.
Ανάπτυξη του προστάτη.
Τη περίοδο μεταξύ της 11ης και της 16ης εβδομάδων της κύησης (μήκος εμβρύου 112χιλ) το επιθήλιο της προστατικής ουρήθρας πολλαπλασιάζεται και διεισδύει στο μεσέγχυμα που περιβάλλει τον ουρογεννητικό κόλπο γύρω από την είσοδο σε αυτό των μεσονφρικών πόρων.
Η διείσδυση έχει τη μορφή πέντε ομάδων από σωληνωτούς συμπαγείς σωρούς επιθηλιακών κυττάρων. Οι σωροί στη συνέχεια της διείσδυσης διακλαδίζονται εντός του μεσεγχύματος και σχηματίζουν τους 5 λοβούς του προστάτη: τον πρόσθιο, τον μέσο, τον οπίσθιο και τους δύο πλάγιους. Αρχικά, οι λοβοί είναι χωρισμένοι και διακριτοί. Στη συνέχεια πλησιάζουν ο ένας τον άλλον και τα όρια μεταξύ τους εξαφανίζονται. Το σύστημα των πόρων του κάθε λοβού ωστόσο, παραμένει στα όρια του λοβού και δεν αναμιγνύεται με το γειτονικό – οι πόροι των γειτονικών λοβών κείνται το ένα παρά το άλλο.
Αν και η ανάπτυξη των πόρων ξεκινάει ταυτόχρονα σε όλους τους προστατικούς λοβούς, αρχικά επικρατούν οι πόροι του προσθίου λοβού, είναι περισσότεροι, μεγαλύτεροι και έχουν πιο πολλές διακλαδώσεις. Στη συνέχεια σταδιακά συστέλλονται και μειώνονται σε αριθμό, χάνουν τον αυλό τους και γίνονται ξανά συμπαγείς. Η συστολή και η μείωση αυτή συνεχίζεται μέχρι και τον τοκετό. Αντίθετα, οι σωληνίσκοι του οπίσθιου λοβού είναι λιγότεροι σε αριθμό, πιο μεγάλοι σε μέγεθος και έχουν εκτεταμένες διακλαδώσεις. Κατά τη διάρκεια της κύησης διογκώνονται, επεκτείνονται προς τα πίσω και πλάγια. Την 16η εβδομάδα της κύησης στη περιφέρεια του προστάτη διακρίνεται η προστατική κάψα. Την 22η εβδομάδα της κύησης η εν λόγω περιοχή αποκτά τη μυϊκή της επένδυση, η οποία συνεχίζει να αυξάνεται μέχρι το τέλος της κύησης.
Υπάρχει άποψη ότι ο προστάτης αδένας αναπτύσσεται από τον ατροφικό φύμα του Muller. Αυτή η άποψη βασίζεται στο ότι ο προστάτης παρουσιάζει ιστολογική, μορφολογική και λειτουργική ομοιοτυπία με τον τράχηλο της μήτρας που προέρχεται από τις Μυλλέριες δομές. Τα δύο όργανα έχουν σαφείς ομοιότητες ως προς την ανταπόκριση στις ορμόνες, πράγμα που έχει διαπιστωθεί με πειράματα στα ζώα.
Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι το αντίστοιχο με τον προστάτη αδένα όργανο στις γυναίκες είναι οι περιουρηθρικοί αδένες του Skene που βρέθηκε να παράγουν το ειδικό προστατικό αντιγόνο (PSA).
Πεϊκή ουρήθρα.
Μέχρι και την 6η εβδομάδα της κύησης ολόκληρο το κατώτερο, πρόσθιο μέρος του εμβρύου (περιοχή ανάμεσα στον ομφαλό και την ουρά) καταλαμβάνεται από τον ενιαίο υμένα της αμάρας (cloacal membrane). Ιστολογικά, σε εκείνη τη περιοχή, μεταξύ του εκτοδερμικού και ενδοδερμικού πετάλων δεν υπάρχει το μεσόδερμα. Σε εκείνη τη εμβρυϊκή φάση το μεσόδερμα βρίσκεται περιφερικά του υμένα, τον περιβάλλει με τη μορφή ογκώματος ιστού - αμαρικών πτυχών. Στη κορυφή του υμένα οι αμαρικές πτυχές επαίρονται σε γεννητικό φύμα - τη μελλοντική πεϊκή βάλανο.
Την 7η εβδομάδα της κύησης με την διαίρεση της αμάρας, ο υμένας της χωρίζεται σε ουρογεννητικό και πρωκτικό. Αντίστοιχα, οι μέχρι τότε ενιαίες αμαρικές πτυχές επίσης χωρίζονται σε ουρηθρικές και πρωκτικές.
Το κάθε ζεύγος πτυχών περιβάλλει τον αντίστοιχο υμένα (εικόνα 1.15 Ανδρουλακάκης). Στο τέλος της 7ης εβδομάδας, το εμβρυϊκό μεσέγχυμα αρχίζει να συγκλείνει προς τη μέση γραμμή. Την 6η - 7η εβδομάδα της κύησης ο ουρογεννητικός υμένας ρήγνυται και η κοιλότητα του ουρογεννητικού κόλπου αποκτά διέξοδο στην αμνιακή κοιλότητα. Την 8η εβδομάδα της κύησης αρχίζει η παραγωγή των πρώτων ούρων από τους νεφρούς.
Από την 7η εβδομάδα της κύησης εντός του φαλλού υπάρχει ένα ζεύγος μεσεγχυματικής προέλευσης κυτταρικών στηλών, από τα οποία θα αναπτυχθούν τα μελλοντικά σηραγγώδη σώματα. Υπό την επίδραση της τεστοστερόνης που εκείνη τη περίοδο αρχίζει να παράγει ο εμβρυϊκός όρχις, οι μεσεγχυματικής προέλευσης σηραγγώδη σώματα μεγαλώνουν, οι ουρηθρικές (ουρογεννητικές) πτυχές επιμηκύνονται και ευθειάζονται, και το γεννητικό φύμα σταδιακά σταδικά μετατρέπεται σε πεϊκή βάλανο.
Μέχρι και την 10η εβδομάδα της κύησης το έξω στόμιο της οπίσθιας ουρήθρας (ουρογεννητικού κόλπου) παραμένει ακάλυπτο. Στις αρχές της 10ης εβδομάδας, όσο το εμβρυϊκό μεσόδερμα συγκλίνει προς τη μέση γραμμή, τα ελεύθερα άκρα των ουρηθρικών πτυχών, πιεζόμενα από τα πέριξ αναπτυσσόμενα σηραγγώδη σώματα, αντιπαρατίθενται και συγκλίνουν πάνω από την ενδοδερμικής προέλευσης ουρηθρική αύλακα (πλάκα).
Η διαδικασία αυτή ξεκινάει κεντρικά, από το στόμιο του ουρογεννητικού κόλπου, επεκτείνεται με κατεύθυνση την κορυφή του φαλλού και ολοκληρώνεται την 14η εμβρυϊκή εβδομάδα με τον σχηματισμό της πεϊκής ουρήθρας, το στόμιο της οποίας καταλήγει κάτω από την πεϊκή βάλανο (περιοχή πεϊκής στεφάνης). Ακολουθεί η επένδυση της ουρήθρας από τους μεσεγχυματικής προέλευσης κυτταρικούς σωρούς, από τους οποίους σχηματίζεται το σπογγώδες σώμα της.
Βαλανική ουρήθρα.
Το γεννητικό φύμα, το οποίο διακρίνεται στην κορυφή του ενιαίου αμαρικού υμένα από την 4η εβδομάδα της κύησης θα εξελιχθεί σε πεϊκή βάλανο. Στη κορυφή της υπάρχει μια στήλη από κύτταρα εκτοδερμικής προέλευσης, η απόπτωση των οποίων κατά την 15η εβδομάδα της κύησης οδηγεί στη δημιουργία του αυλού του σκαφοειδούς βόθρου, ενώνει τον σκαφοειδή βόθρο με την πεϊκή ουρήθρα και αποκαθιστά τη συνέχεια ολόκληρης της ουρήθρας, από την ουροδόχο κύστη μέχρι την άκρη του πέους.
Άκρα πόσθη.
Κατά τη διάρκεια του 3 μήνα της κύησης οι πτυχές του δέρματος στην βάση της βαλάνου αναπτύσσονται περιφερικά και 2 μήνες αργότερα, τον 5 μήνα της κύησης, περικλείουν ολόκληρη την βάλανο.
Όσχεο.
Το ζεύγος πτυχών ιστού που από την 7η εβδομάδα της κύησης εμφανίζεται περιφερικά των ουρογεννητικών πτυχών αποκτά την ονομασία των γεννητικών πτυχών και στη συνέχεια των οσχεϊκών επαρμάτων. Με τον ευθειασμό του φαλλού, κατά τη διάρκεια του σχηματισμού της πεϊκής ουρήθρας, τα οσχεϊκά επάρματα μεταναστεύουν κατώτερα και πίσω, συγκλείνουν μεταξύ τους και σχηματίζουν το ενιαίο όσχεο.
Εμβρυϊκό περίνεο 4-7 εβδομάδας κύησης. Ανάπτυξη των έξω γεννητικών οργάνων στα δύο φύλα

Έξω γεννητικά όργανα του θήλεως.
Μέχρι την 8η εβδομάδα ανάπτυξης τα έξω γεννητικά όργανα θήλεως είναι πανομοιότυπα με εκείνα του άρρενος, εκτός από την ουρηθρική αύλακα που είναι πιο κοντή.
Οι παράγοντες που ελέγχουν την ανάπτυξη των έξω γεννητικών οργάνων στο θήλυ δεν είναι σαφείς. Τα οιστρογόνα πιθανόν να παίζουν κάποιο ρόλο, καθώς και η απουσία της δράσεως των ανδρογόνων. Το γεννητικό φύμα επιμηκύνεται λίγο και σχηματίζει την κλειτορίδα, ενώ οι ουρηθρικές και οι γεννητικές πτυχές δεν συμφύονται, σχηματίζοντας τα μικρά και τα μεγάλα χείλη του αιδοίου, αντίστοιχα (εικόνα 1.15α Ανδρουλακάκης).
Όπως και στα άρρενα αλλά σε μικρότερο βαθμό, οι μεσεγχυματικές στήλες διαφοροποιούνται σε σηραγγώδη σώματα και στην άκρη της κλειτορίδας διαμορφώνεται η βάλανος. Το πιο ουραίο τμήμα του ουρογεννητικού κόλπου γίνεται πιο ρηχό και ευρύ και καταλήγει σε αιδοίο. Και στο θήλυ έμβρυο υπάρχει η 5α αναγωγάση στα έξω γεννητικά όργανα και μάλιστα στα ίδια επίπεδα, όπως και στο άρρεν. Συνεπώς, σε περίπτωση εκθέσεως σε ανδρογόνα, ανάλογα με το χρόνο δράσεως, μπορεί να παρατηρηθεί αρρενοποίηση. Κατά τα άλλα η αυλοποίηση του κολεού είναι πλήρης την 20η εβδομάδα της εμβρυϊκής ανάπτυξης.
Συνεχίζεται....