Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύτηκε στις 10 Ιουνίου 2013 στο περιοδικό "Pediatrics" των Ηνωμένων Πολιτειών.
Μεταφράζω και αναφέρω τα σημαντικότερα προσωρινά αποτελέσματα της έρευνας όπως αυτά ορίστηκαν από την μεγαλύτερη παγκόσμια βάση ιατρικών δεδομένων Medscape.
Η μεγαλύτερη στο είδος της έρευνα που διεξάγεται αυτή τη στιγμή στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής πάνω στα παιδιά με κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση επιτρέπει τα πρώτα της συμπεράσματα για την βασική προσέγγιση της αντιμετώπισης της κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης στα παιδιά.
Η συζήτηση γίνεται γύρω από την ανάγκη της δημιουργίας της ιδανικής και ενιαίας γραμμής αντιμετώπισης των ασθενών με τη κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση, πράγμα το οποίο προς το παρόν εξακολουθεί να αποτελεί τη πηγή των ατελείωτων συζητήσεων και διαφωνιών ανάμεσα στους ιατρούς.
Το υπόβαθρό
Η ασάφεια γύρω από την ιδανική αντιμετώπιση της κυστεοουρητηρικής παλινδρόμηση τροφοδοτείται από την έλλειψη των αξιόπιστων στοιχείων υπέρ ή κατά της μίας ή της άλλης, της λιγότερο ή της περισσότερο επιθετικής προσέγγισης στην αντιμετώπιση των παιδιών με τη κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση που έπαθαν μία ή και δύο ουρολοιμώξεις.
Είναι γνωστό ότι η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση διαγιγνώσκεται σε ένα τρίτο από τα παιδιά που υποβάλλονται στη κυστεογραφία ούρησης λόγω της ουρολοίμωξης.
Είναι επίσης γνωστό ότι στα παιδιά με κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση οι νεφρικές ουλές βρίσκονται πιο συχνά από ότι στα παιδιά που δεν έχουν κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση.
Ωστόσο, οι νεφρικές ουλές επίσης βρίσκονται και στα παιδιά που δεν είχαν ποτέ κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση. Eπίσης πολλά από τα παιδιά με μεγάλου βαθμού κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση δεν αναπτύσσουν ποτέ νεφρικές ουλές.
Το βασικό πρόβλημα όλων των μελετών γύρω από το θέμα της κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης στα παιδιά είναι ότι όλες οι μελέτες που έγιναν πάνω στα παιδιά με κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση μέχρι σήμερα έχουν ένα κοινό σοβαρό μειονέκτημα - τις λείπει το μέτρο σύγκρισης που θα αποτελούσαν τα παιδιά με κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση για την οποία δεν έχει εφαρμοστεί καμία θεραπεία.
Μέθοδος
Για την παρούσα έρευνα οι ιατροί επέλεξαν 607 παιδιά από τα 19 διαφορετικά γεωγραφικά μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών. Όλα τα παιδιά είχαν πάθει τουλάχιστον μια ουρολοίμωξη λόγω της οποίας υποβλήθηκαν σε κυστεογραφία και βρέθηκε να έχουν κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση πρώτου και μέχρι και τετάρτου βαθμού.
Τα δεδομένα της μελέτης βασίζονται πάνω στα λεπτομερή ιστορικά που ελήφθησαν από τους γονείς των παιδιών, πάνω στις σημειώσεις των ιατρών που έγιναν κατά τη διάρκεια της νοσηλείας των παιδιών και πάνω στις εικόνες και τα πορίσματα των απεικονιστικών εξετάσεων που έγιναν στα παιδιά.
Αποτελέσματα
Τα ευρήματα της μελέτης μέχρι τώρα δείχνουν ότι τα περισσότερα παιδιά με κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση που έχουν πάθει ουρολοίμωξη είναι κορίτσια (558 κορίτσια και μόλις 49 αγόρια). Τα περισσότερα είναι 12 μηνών, ωστόσο το φάσμα των ηλικιών είναι από δύο μέχρι και 71 μηνών (≈ 6 ετών).
Το 11% των κυστεοουρητηρικών παλινδρομήσεων ήταν πρώτου βαθμού, 42% δευτέρου βαθμού, 38% τρίτου βαθμού και 8% τετάρτου βαθμού.
Πάνω από το 90% των παιδιών είχαν πάθει μόνο μια ουρολοίμωξη πριν συμπεριληφθούν στην μελέτη.
Πάνω από τα μισά (323) παιδιά είχαν πυρετό και άλλα συμπτώματα κατά τη πρώτη τους ουρολοίμωξη. Συμπτώματα όπως τα άτυπα άλγη ή γενική ευαισθησία στην οσφύ, υπερηβικά, στην υπόλοιπη κοιλιά, επιτακτική ούρηση, συχνουρία, διστακτικότητα κατά την ούρηση, δυσουρία και δύσοσμα ούρα. Στα βρέφη ηλικίας λιγότερο των τεσσάρων μηνών τα επιπλέον συμπτώματα ήταν η στασιμότητα στη λήψη σωματικού βάρους, η αφυδάτωση και η υποθερμία.
Ένα τρίτο (197) από τα παιδιά είχαν ως μοναδικό σύμπτωμα της ουρολοίμωξη τον υψηλό πυρετό. τα 86 είχαν μόνο άλλα συμπτώματα και όχι τον πυρετό.
Η νεφρικές ουλές μετά από την πρώτη ουρολοίμωξη (κατά την εισαγωγή στην έρευνα) ήταν σπάνιες, βρέθηκαν μόνο στα 89 (15%) παιδιά.
Ενώ η δυσλειτουργία της ουροδόχου κύστης και του εντέρου (δυσκοιλιότητα) ήταν συχνές και βρέθηκαν στα 71 (56%) ap;o ta 126 παιδιά της μελέτης που είχαν τον έλεγχο των αποβολών τους.
Περισσότερα δεδομένα αναμένονται από την μελέτη αυτή. Είναι προοπτική μελέτη οπότε τα παιδιά που συμπεριλήφθηκαν σε αυτή θα παρακολουθηθούν για δύο χρόνια με σκοπό να προσδιοριστεί ποια από αυτά τα παιδιά θα υποτροπιάσουν, ποια θα αναπτύξουν νεφρικές ουλές, πόσο τους βοηθά η αντιβιοτική χημειοπροφύλαξη, πόσες από τις υποτροπές θα είναι από τα ανθεκτικά στα αντιβιοτικά μικρόβια, ποια είναι η συμμόρφωση των γονέων με τη μακροχρόνια χορήγηση των προφυλακτικών αντιβιοτικών και πως οι γονείς εκτιμούν την ποιότητα της ζωής των ιδίων αλλά και των παιδιών τους.